αμέργω — (Α ἀμέργω) (ενεργ. και μέσ. με την ίδια σημασία) κόβω, δρέπω, μαζεύω από το δέντρο, τρυγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη από την τεχνική ορολογία που τελικά περιέπεσε σε αχρηστία. Το ρήμα σημαίνει συνήθως «μαζεύω, συλλέγω» υποδηλώνοντας κυρίως την έννοια «αποσπώ … Dictionary of Greek
δίπλαξ — ο, η (Α δίπλαξ) νεοελλ. 1. διπλή σανίδα, διπλοσανίδα, μαδέρι 2. ναυτ. στερεό δοκάρι καρφωμένο στο μήκος τού τοίχου ξύλινου σκάφους, μπακαλιάρος αρχ. 1. διπλωμένος 2. διπλός 3. το θηλ. ως ουσ. α) χλαίνη που διπλώνει στα δύο, διπλός μανδύας β)… … Dictionary of Greek
δικράνι — το και δικριάνι και δεκριάνι (Α δίκρανον, Μ δικράνιον) γεωργικό εργαλείο με δύο δόντια, χηλές, και μακριά λαβή το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στο αλώνισμα και λίχνισμα τών σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δίκρανο] … Dictionary of Greek
δικρανωτός — ή, ό δικρανώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκρανο + ωτός*] … Dictionary of Greek
δικρανώδης — ες [δίκρανο] αυτός που έχει σχήμα δικράνου … Dictionary of Greek
διχάλα — η και διχάλι, το (AM διχάλα) νεοελλ. 1. κάθε αντικείμενο, φυσικό ή τεχνητό, με δύο σκέλη 2. παιδικό παιχνίδι με διχαλωτό σχήμα, σφεντόνα, λάστιχο 3. το γεωργικό εργαλείο δίκρανο 4. το σχήμα που σχηματίζει το κόκαλο τής ωμοπλάτης αρχ. η γωνία που… … Dictionary of Greek
θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
τύρχη — ἡ, Α δίκρανο, δικράνι … Dictionary of Greek
φουρκάδα — η, Ν 1. δίκρανο, δικράνι 2. η ποσότητα άχυρου ή χόρτου που πιάνει το δικράνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φούρκα (Ι) «διχαλωτός πάσσαλος» + κατάλ. άδα (πρβλ. σχισμ άδα] … Dictionary of Greek